μονοκόκαλος

μονοκόκαλος
-η, -ο
1. αυτός που έχει μόνο ένα κόκαλο.
2. μτφ., άκαμπτος, όχι ελαστικός, μονοκόμματος: Από την τεμπελιά έγινε μονοκόκαλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόστεος — η, ο (Α μονόστεος, ον και μονόοτους, ουν) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ όστεος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”